- δυσερεύνητος
- -η, -ο (AM δυσερεύνητος, -ον)δυσεξιχνίαστος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσερευνήτοις — δυσερεύνητος hard to search masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσερεύνητα — δυσερεύνητος hard to search neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek